χρηματοδοτικός

χρηματοδοτικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματοδότη και στη χρηματοδότηση
2. φρ. α) «χρηματοδοτικά ιδρύματα» — επιχειρήσεις με αντικείμενο τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες
β) «χρηματοδοτική επιχείρηση» — εξειδικευμένη επιχείρηση που παρέχει σε τρίτους χρηματοδοτική πίστωση
δ) «χρηματοδοτική μίσθωση» — μέθοδος μεσο-μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης τής αγοράς κεφαλαιουχικών αγαθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”