- χρηματοδοτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρηματοδότη και στη χρηματοδότηση2. φρ. α) «χρηματοδοτικά ιδρύματα» — επιχειρήσεις με αντικείμενο τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητεςβ) «χρηματοδοτική επιχείρηση» — εξειδικευμένη επιχείρηση που παρέχει σε τρίτους χρηματοδοτική πίστωσηδ) «χρηματοδοτική μίσθωση» — μέθοδος μεσο-μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης τής αγοράς κεφαλαιουχικών αγαθών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.